παρνασ(σ)ιακός

παρνασ(σ)ιακός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό ή στην ποιητική σχολή τού Παρνασσισμού*
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Παρνασσιακοί
οι ποιητές που ακολουθούν την ποιητική σχολή τού Παρνασσισμού, η οποία εμφανίστηκε στη Γαλλία κατά τα τέλη τού 19ου αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Παρνασ(σ)ός + κατάλ. -ιακος (πρβλ. σεληνιακός). Ο νεοελλ. τ. παρνασ(σ)ιακός «οπαδός τού παρνασ(σ)ισμού» (< γαλλ. parnassien, βλ. λ. παρνασ- (σ)ισμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”